Apollonio Rodio, Argonautiche, III 609/615 (Testo completo. A seguire, analisi e traduzione punto per punto).
τόφρα δὲ μητέρ' ἑήν, μετιὼν δόμον Αἰήταο,
610Ἄργος παντοίοισι παρηγορέεσκεν ἔπεσσιν,
Μήδειαν λίσσεσθαι ἀμυνέμεν· ἡ δὲ καὶ αὐτή
πρόσθεν μητιάασκε, δέος δέ μιν ἴσχανε θυμόν
μή πως ἠὲ παρ' αἶσαν ἐτώσια μειλίσσοιτο
πατρὸς ἀτυζομένην ὀλοὸν χόλον, ἠὲ λιτῇσιν
615ἑσπομένης ἀρίδηλα καὶ ἀμφαδὰ ἔργα πέλοιτο.
ANALISI
τόφρα: frattanto
δὲ
μητέρ': c. ogg. di παρηγορέεσκεν - Calciope, la madre di Argo
ἑήν: accusativo, femminile, singolare dell'aggettivo e pronome possessivo ἑός, ἑή, ἑόν, suo - attributo di μητέρ'(α)
μετιὼν: andando - part. pr. att. nom masch. sing. v. μέτειμι - Non è riferito a sua madre, perché nom. masch., ma ad Argo.
δόμον
Αἰήταο: di Eeta, - genitivo sing. dorico (= Αἰήτου) di Αἰήτας, αο, ὁ - Eeta, re di Colchide, padre di Medea e Calciope
Ἄργος
παντοίοισι: attributo di ἔπεσσιν, con tutte le parole
παρηγορέεσκεν
ἔπεσσιν: parole
Μήδειαν
λίσσεσθαι
ἀμυνέμεν
ἡ
δὲ
καὶ
αὐτή
πρόσθεν
μητιάασκε
δέος
δέ
μιν
ἴσχανε
θυμόν
μή
πως
ἠὲ
παρ'
αἶσαν
ἐτώσια
μειλίσσοιτο
πατρὸς
ἀτυζομένην
ὀλοὸν χόλον, ἠὲ λιτῇσιν
615ἑσπομένης ἀρίδηλα καὶ ἀμφαδὰ ἔργα πέλοιτο.
TRADUZIONE - Frattanto Argo, andando al palazzo di Eeta, pregava sua madre con tutte le parole.
Esopo, Favole, I.
ΑΕΤΟΣ ΚΑΙ ΑΛΩΠΗΞ.
ἀετὸς καὶ ἀλώπηξ φιλίαν πρὸς ἀλλήλους σπεισάμενοι πλησίον ἑαυτῶν οἰκεῖν διέγνωσαν βεβαίωσιν φιλίας τὴν συνήθειαν ποιούμενοι. καὶ δὴ ὁ μὲν ἀναβὰς ἐπί τι περίμηκες δένδρον ἐνεοττοποιήσατο, ἡ δὲ εἰς τὸν ὑποκείμενον θάμνον ἔτεκεν. ἐξελθούσης δέ ποτε αὐτῆς ἐπὶ νομὴν ὁ ἀετὸς ἀπορῶν τροφῆς καταπτὰς εἰς τὸν θάμνον καὶ τὰ γεννήματα ἀναρπάσας μετὰ τῶν αὑτοῦ νεοττῶν κατεθοινήσατο. ἡ δὲ ἀλώπηξ ἐπανελθοῦσα ὡς ἔγνω τὸ πραχθέν, οὐ μᾶλλον ἐπὶ τῷ τῶν νεοττῶν θανάτῳ ἐλυπήθη, ὅσον ἐπὶ τῆς ἀμύνης· χερσαία γὰρ οὖσα πετεινὸν διώκειν ἠδυνάτει. διόπερ πόρρωθεν στᾶσα, ὃ μόνον τοῖς ἀσθενέσιν καὶ ἀδυνάτοις ὑπολείπεται, τῷ ἐχθρῷ κατηρᾶτο. συνέβη δὲ αὐτῷ τῆς εἰς τὴν φιλίαν ἀσεβείας οὐκ εἰς μακρὰν δίκην ὑποσχεῖν. θυόντων γάρ τινων αἶγα ἐπ' ἀγροῦ καταπτὰς ἀπὸ τοῦ βωμοῦ σπλάγχνον ἔμπυρον ἀνήνεγκεν· οὗ κομισθέντος ἐπὶ τὴν καλιὰν σφοδρὸς ἐμπεσὼν ἄνεμος ἐκ λεπτοῦ καὶ παλαιοῦ κάρφους λαμπρὰν φλόγα ἀνῆψε. καὶ διὰ τοῦτο καταφλεχθέντες οἱ νεοττοὶ ‑ καὶ γὰρ ἦσαν ἔτι ἀτελεῖς οἱ πτηνοὶ ‑ ἐπὶ τὴν γῆν κατέπεσον. καὶ ἡ ἀλώπηξ προσδραμοῦσα ἐν ὄψει τοῦ ἀετοῦ πάντας αὐτοὺς κατέφαγεν.
ANALISI
ἀετὸς: nom. sg. αετος, ου, ο, "aquila" - soggetto di διέγνωσαν insieme a ἀλώπηξ
καὶ: cong. "e"
ἀλώπηξ: nom. sg. αλοπηξ, εκος, η "volpe"
φιλίαν: acc. sg. φιλια, ας, η, "amicizia" - c. ogg. di σπεισάμενοι
πρὸς: prep. c. acc. ἀλλήλους - indica relazione di amicizia (φιλίαν)
ἀλλήλους: acc. masch. pl. αλληλοιν, αιν, οιν
σπεισάμενοι: part. aor. deb. sigm. medio-p. nom. masch. pl. v. σπενδω "faccio libagioni", "consacro tramite libagione"
πλησίον: acc. neutro sg. avv. πλησιος, α, ον, "vicino"
ἑαυτῶν: gen. pl. (forma attesa: σφων αυτων) - pronome riflessivo.
οἰκεῖν: inf. retto da διέγνωσαν
διέγνωσαν: ind. aor. fortissimo att. 3° pl. v. διαγιγνωσκω "riconosco", "decido", con inf. "decido di"
βεβαίωσιν: acc. sg. βεβαιωσις, εως, η "conferma" - c. pred. dell'oggetto (συνήθειαν)
φιλίας: gen. sg. φιλια, ας, η
τὴν: accusativo fm. sg. ο, η, το
συνήθειαν: acc. sg. συνηθεια, ας, η "familiarità", "convivenza"
ποιούμενοι: part. pres. medio-p. v. ποιεω "considero"
TRADUZIONE - Un'aquila e una volpe, avendo consacrato amicizia con libagioni, decisero di andare ad abitare vicino, considerando la convivenza come garanzia dell'amicizia.
ANALISI
καὶ
δὴ: particella affermativa e rafforzativa (rafforza il preced. καὶ)
ὁ: insieme al success. μὲν, va in correlazione con ἡ δὲ della proposizione successiva
μὲν
ἀναβὰς: part. aor. III nom. masc. sg. v. αναβαινω "salgo" - costruito con ἐπί e l'acc.
ἐπί
τι
περίμηκες: acc. neutro sg. περιμηκης, ες "assai alto"
δένδρον
ἐνεοττοποιήσατο: ind. aor. I medio-p. 3° sg. v. νεοσσοποιεομαι "faccio il nido"
ἡ
δὲ
εἰς: prep. c. acc. "in"
τὸν
ὑποκείμενον: part. pres. acc. masc. sg. v. υποκειμαι "sono posto sotto"
θάμνον: acc. sg. θαμνος, ου, ο "cespuglio"
ἔτεκεν: ind. aor. II att. 3° sg. v. τικτω "genero"
TRADUZIONE - E quindi l'una (l'aquila), salita su un albero assai alto, (vi) fece il nido, mentre l'altra (la volpe) partorì in un cespuglio posto (lì) sotto.
ANALISI
ἐξελθούσης: gen. fm. sing. part. aor. forte. v. εξερχομαι "esco"
δέ
ποτε
αὐτῆς: sogg. del gen. assol.
ἐπὶ
νομὴν: acc. sg. νομη, ης, η "pascolo", "nutrimento"
ὁ
ἀετὸς: "aquila"
ἀπορῶν: nom. sg. part. pr. απορέω "manco di" τινος
τροφῆς: gen. sg. τροφή, ης "nutrimento"
καταπτὰς: nom sg part aor fortiss v καταπέτομαι "volo giù"
εἰς
τὸν
θάμνον: acc sg θάμνος, ου, ο "cespuglio"
καὶ
τὰ
γεννήματα
ἀναρπάσας: nom. sing. part. aor. deb. sigm. v. αναρπαζω "rapisco"
μετὰ
τῶν
αὑτοῦ
νεοττῶν: gen pl νεοσσός, ου, (forma attica -ττός), ο, "piccolo volatile"
κατεθοινήσατο: ind aor deb sigm md 3° sg v καταθοινάω "divoro"
TRADUZIONE - Essendo uscita per il cibo l'aquila, a corto di viveri, volò giù sul cespuglio e, rapiti i cuccioli, li divorò con i suoi piccoli.
ANALISI
ἡ:
δὲ
ἀλώπηξ
ἐπανελθοῦσα: nom. fm. sg. part. aor. forte v. επανέρχομαι, torno indietro, ricapitolo (acc.), ascendo (εις, ες τι)
ὡς: cong. con valore temp. quando, appena con ind. (ἔγνω) per fatto reale.
ἔγνω
τὸ
πραχθέν:
οὐ
μᾶλλον
ἐπὶ
τῷ
τῶν
νεοττῶν
θανάτῳ
ἐλυπήθη,
ὅσον
ἐπὶ
τῆς
ἀμύνης·
TRADUZIONE -
ANALISI
χερσαία γὰρ οὖσα πετεινὸν διώκειν ἠδυνάτει. διόπερ πόρρωθεν στᾶσα, ὃ μόνον τοῖς ἀσθενέσιν καὶ ἀδυνάτοις ὑπολείπεται, τῷ ἐχθρῷ κατηρᾶτο. συνέβη δὲ αὐτῷ τῆς εἰς τὴν φιλίαν ἀσεβείας οὐκ εἰς μακρὰν δίκην ὑποσχεῖν. θυόντων γάρ τινων αἶγα ἐπ' ἀγροῦ καταπτὰς ἀπὸ τοῦ βωμοῦ σπλάγχνον ἔμπυρον ἀνήνεγκεν· οὗ κομισθέντος ἐπὶ τὴν καλιὰν σφοδρὸς ἐμπεσὼν ἄνεμος ἐκ λεπτοῦ καὶ παλαιοῦ κάρφους λαμπρὰν φλόγα ἀνῆψε. καὶ διὰ τοῦτο καταφλεχθέντες οἱ νεοττοὶ ‑ καὶ γὰρ ἦσαν ἔτι ἀτελεῖς οἱ πτηνοὶ ‑ ἐπὶ τὴν γῆν κατέπεσον. καὶ ἡ ἀλώπηξ προσδραμοῦσα ἐν ὄψει τοῦ ἀετοῦ πάντας αὐτοὺς κατέφαγεν.
Nessun commento:
Posta un commento